βουτυρένιος

βουτυρένιος
-α, -ο
παρασκευασμένος με βούτυρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βουτυρένιος, -ια, -ιο — ο βουτυράτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτύρινος — βουτύρινος, η, ον (Α) ο βουτυρένιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”